- Δημητριάδας
- Δημητριάςnamed in honour of Demetrius Poliorcetesfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βόλου — Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο κτίστηκε στα 1907 9 με δωρεά του ευεργέτη Αλέξη Αθανασάκη, που καταγόταν από την Πορταριά Πηλίου, για να στεγάσει τις γραπτές επιτύμβιες στήλες που είχαν ανακαλυφθεί το 1906 στο νεκροταφείο της αρχαίας… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… … Dictionary of Greek
Αμφαναί — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στη θέση Σωρός, ανάμεσα στο ακρωτήριο Πύρρα (σημερινό Αγκίστρι) και τις Παγασές. Οικιστής της υπήρξε o μυθικός βασιλιάς Κύκνος. Την πόλη, μέλος της αρχαίας τετραρχίας Πελασγιώτιδας, ανέσκαψε το 1909 ο αρχαιολόγος Α.Σ.… … Dictionary of Greek
Αρβανιτόπουλος, Απόστολος — (1874 – 1942).Φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία, και το 1899 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Αρχικά εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, το 1908… … Dictionary of Greek